Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε παράνομη τη ρύθμιση του κοινού (για άνδρες και γυναίκες) ορίου αναστήματος (1,70μ.) για την πρόσβασή τους στις σχολές αστυφυλάκων και αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας

ΙΣΤΟΡΙΚΟ:

Από το έτος 1994, οπότε και η εισαγωγή στις αστυνομικές σχολές υπήχθη στο σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων, ορίσθηκε (με το άρθρο 1 του ν. 2226/1994) ποσοστό εισαγωγής γυναικών μέχρι 20% στο σύνολο των εισακτέων στη Σχολή Αστυφυλάκων και 15% στη Σχολή Αξιωματικών. Η άνω ποσόστωση κρίθηκε αντισυνταγματική το έτος 1998 με απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ. Ακολούθως, από το έτος 1999 (με το άρθρο 12 του ν. 2713/1999), μειώθηκε το ποσοστό των εισαγομένων γυναικών στις αστυνομικές σχολές σε 15% επί του συνολικού αριθμού εισακτέων. Όσο ίσχυαν οι ανωτέρω ποσοστώσεις σε βάρος των γυναικών το όριο αναστήματος για τις γυναίκες ήταν το 1,65μ. και για τους άνδρες το 1,70μ. Οι ποσοστώσεις, τελικώς, καταργήθηκαν το έτος 2003 (με το άρθρο 20 του ν. 3103/2003) και, ταυτόχρονα, ορίστηκε ότι τα προσόντα των υποψηφίων και οι προκαταρκτικές εξετάσεις, στις οποίες υποβάλλονται, είναι κοινές και για τα δύο φύλα. Στη συνέχεια, το έτος 2003, βάσει των διατάξεων του Π.Δ. 90/2003, αυξήθηκε το όριο του αναστήματος για τις γυναίκες από 1,65μ. σε 1,70μ. (εξομοιούμενο πλέον με αυτό των ανδρών), με αποτέλεσμα οι γυναίκες να κατατάσσονται έκτοτε στις αστυνομικές σχολές σε ποσοστά χαμηλότερα του 20% που προβλεπόταν με το ν. 2226/1994 και του 15% που προβλεπόταν με το ν. 2713/99. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι, σύμφωνα με επιστημονικές ανθρωπολογικές μελέτες, το μέσο ύψος των 18χρονων αγοριών είναι 1,77 μ. και των κοριτσιών 1,63 μ., ενώ ανάστημα 1,70μ. και άνω διαθέτει μόνον το 19% των γυναικών. Δηλαδή, εξαιτίας του ορίου αναστήματος, αποκλείεται το 81% των γυναικών υποψηφίων αστυνομικών σχολών.

Από το έτος 2003, ανέλαβα υποθέσεις γυναικών υποψηφίων που είχαν αποκλειστεί για τον λόγο αυτό. Σε πολλές περιπτώσεις, το ύψος τους υπολειπόταν του ορίου κατά λίγα χιλιοστά ή κατά ένα πόντο. Πολλές εξ αυτών δικαιώθηκαν στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, ενώ άλλες όχι, καθόσον εκδόθηκαν αντίθετες αποφάσεις από το Δικαστήριο αυτό.

Το 2008, το Γ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας εξέδωσε απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι το κοινό όριο του 1,70μ. δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας των δύο φύλων.

Το 2009, υπέβαλα προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «καταγγελίες» για το ζήτημα της παραβίασης των ευρωπαϊκών οδηγιών με τη διάταξη που καθορίζει κοινό όριο αναστήματος για  άνδρες και γυναίκες υποψηφίους αστυνομικών σχολών. Ο σκοπός των καταγγελιών αυτών ήταν να παραπέμψει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την Ελλάδα στο Δ.Ε.Ε. για το ζήτημα της ως άνω παραβίασης. Το 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να θέσει στο αρχείο τις ανωτέρω καταγγελίες, με το σκεπτικό ότι ο εθνικός δικαστής βρίσκεται σε καλύτερη θέση να αποφασίσει εάν υπάρχει ή όχι έμμεση διάκριση λόγω φύλου.

Ωστόσο το θέμα δεν σταμάτησε εδώ.

Το 2016, το Γ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίνοντας εκ νέου το ζήτημα, με αφορμή εφέσεις του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και του Υπουργού Παιδείας κατά θετικών αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, υπέβαλε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) προδικαστικό ερώτημα για το εάν η διάταξη με την οποία ορίζεται ότι οι ιδιώτες υποψήφιοι (άνδρες και γυναίκες) για τις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της ΕΛ.ΑΣ. πρέπει να έχουν ανάστημα τουλάχιστον 1,70μ., είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των οικείων Οδηγιών της Ε.Ε. οι οποίες απαγορεύουν κάθε έμμεση διάκριση λόγω φύλου, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική εκπαίδευση στο δημόσιο τομέα.

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) εξέδωσε στις 18-10-2017 απόφαση σχετική με το ζήτημα αυτό. Ειδικότερα, το Δ.Ε.Ε. έκρινε ότι η επίμαχη ρύθμιση, που προβλέπει ως προϋπόθεση ελαχίστου αναστήματος 1,70μ., ανεξαρτήτως φύλου, για τη συμμετοχή υποψηφίων στο διαγωνισμό για την κατάταξη υποψηφίων σε αστυνομικές σχολές, αντιτίθεται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία (Οδηγία 76/207/ΕΟΚ), διότι συνιστά έμμεση διάκριση, αφού περιάγει σε μειονεκτική θέση πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών σε σχέση με τους άνδρες. Το Δικαστήριο έκρινε, ακόμη, ότι δεν δικαιολογείται η εν λόγω έμμεση διάκριση, διότι και αν υποτεθεί ότι για όλα τα καθήκοντα της Ελληνικής Αστυνομίας απαιτείται ιδιαίτερη σωματική κατάσταση, αυτή δεν φαίνεται να συνδέεται κατ’ ανάγκην με ορισμένο ελάχιστο ανάστημα, ούτε είναι αυτονόητο ότι όσοι έχουν ανάστημα μικρότερο από 1,70 μ. τη στερούνται. Στην κρίση του Δικαστηρίου μέτρησε το γεγονός ότι, ως το 2003, το όριο για τις γυναίκες υποψήφιες αστυνομικών σχολών ήταν το 1,65μ., καθώς και το γεγονός ότι για τις Ένοπλες Δυνάμεις και το Λιμενικό Σώμα το όριο αναστήματος για τις γυναίκες υποψήφιες είναι το 1,60μ. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι, ναι μεν, κατά την άποψή του, η επίμαχη ρύθμιση δεν δικαιολογείται, ωστόσο, απόκειται τελικά στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος.

Μετά την έκδοση της απόφασης του ΔΕΕ, το Γ’ Τμήμα του ΣτΕ εκδίκασε εκ νέου τις υποθέσεις, το Νοέμβριο 2018 και, το 2019, εκδόθηκε αποφάσεις που έκριναν ότι η κρίσιμη διάταξη αντίκειται τόσο στο Σύνταγμα (αρχή της ισότητας των δύο φύλων) όσο και στην Ευρωπαϊκή Κοινοτική νομοθεσία (Οδηγία 76/207/ΕΟΚ) και παρέπεμψε το ζήτημα για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του ΣτΕ, λόγω σπουδαιότητας.

Οι υποθέσεις εκδικάστηκαν στις 2-10-2020, ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και στις 18-6-2021 εκδόθηκαν οι αποφάσεις.

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΣΤΕ :

Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ, έκρινε ότι: “από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Π.Δ. 90/2003, η οποία ορίζει ως αναγκαίο προσόν για την πρόσβαση στις Σχολές Αστυνομικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας κοινό, ανεξαρτήτως φύλου, ελάχιστο ανάστημα 1,70 μ. προκαλείται έμμεση διάκριση λόγω φύλου εις βάρος των γυναικών υποψηφίων, κατά την έννοια της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, μη αιτιολογουμένη, ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα του ως άνω ελαχίστου ορίου, από το φέρον το σχετικό βάρος απόδειξης Δημόσιο, καθώς και υπέρβαση των ορίων της ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης του κανονιστικού νομοθέτη λόγω παράβασης των συνταγματικών διατάξεων της ισότητας των φύλων και της αναλογικότητας, όπως ορθώς έκρινε εν προκειμένω το δικάσαν διοικητικό εφετείο, απορριπτομένων των εφέσεων του Δημοσίου”.

Tο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα ενώπιον αυτού τεθέντα εκ μέρους μας, αναγόμενα στο χρονικό διάστημα 2001-2009 επιστημονικά και στατιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία (α) ο μέσος όρος ύψους των ανδρών ηλικίας 18-24 ετών ανέρχεται σε 1,77-1,78 μ., ενώ των γυναικών αντίστοιχης ηλικίας σε 1,63 μ., (β) ύψος χαμηλότερο του 1,70 μ. έχει ανεξαρτήτως ηλικίας το 20% των ανδρών, (γ) ύψος 1,70 μ. και μεγαλύτερο διαθέτει το 19% του γυναικείου πληθυσμού.

Εξάλλου, όριο αναστήματος για υποψηφίους αστυνομικούς σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είτε δεν υφίσταται καν, είτε έχει προβλεφθεί σε πολύ χαμηλά όρια και σε κάθε περίπτωση πολύ κάτω του μέσου όρου αναστήματος.

Επισημαίνω ότι οι εν λόγω αποφάσεις σαφώς αναμένεται να επηρεάσουν και τα όμοια όρια αναστήματος (1,70μ. για άνδρες και γυναίκες) που υφίστανται για τις σχολές του Λιμενικού και του Πυροσβεστικού Σώματος. Τα προηγούμενα (πριν την αύξησή τους) όρια αναστήματος για τις γυναίκες ήταν 1,60μ. για το Λιμενικό Σώμα και 1,65μ. για το Πυροσβεστικό Σώμα.

Οι αποφάσεις αυτές ανοίγουν τον δρόμο, μέσω δικαστικής διεκδίκησης, για την εισαγωγή γυναικών στην Ελληνική Αστυνομία (αστυνομικές σχολές, Ειδικοί Φρουροί, Συνοριακοί Φύλακες), το Λιμενικό Σώμα και το Πυροσβεστικό Σώμα, οι οποίες είχαν αποκλειστεί αποδεδειγμένα λόγω αναστήματος κάτω του ορίου 1,70μ., σε παλαιότερους διαγωνισμούς, εφόσον είχαν βρεθεί να έχουν ανάστημα τουλάχιστον 1,65μ. (για Αστυνομία και Πυροσβεστική) και τουλάχιστον 1,60μ. για το Λιμενικό Σώμα.